- ὀροφήν
- ὀροφήroof of a housefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TECATA — pluraliter apud Veteres erant vel plana, vel fastigata. Et quidem in Graecia, Asiaque, imo toto pene Oriente, aedium privatarum tecta plana fiebant: aedes vero sacrae habebant culmen et fastigium, quod ἀετὸν et ἀετωμα Graeci, atque inde πτερύγια… … Hofmann J. Lexicon universale
διαύγεια — (ΑΝ) και διαυγία, η (Α) 1. διαφάνεια, καθαρότητα, ορατότητα («διαύγεια ατμόσφαιρας») 2. σαφήνεια, ευκρίνεια («διαύγεια πνεύματος» «) αρχ. τρύπα απ όπου περνά το φως, φεγγίτης («κοντὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν (τῶν οἰκιῶν) ἀπολελειμμένης διαύγειας»,… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεραμίς — η (Α κεραμίς, ίδος και ῑδος) [κέραμος] νεοελλ. αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας αρχ. 1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το… … Dictionary of Greek